- ωχραίνω
- ὠχραίνω ΝΑ [ὠχρός]1. καθιστώ κάτι ωχρό, κίτρινο2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ωχρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωχραίνω — ώχρανα, ωχράνθηκα 1. κάνω κάτι κίτρινο, το κιτρινίζω. 2. γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωχραντικός — ή, όν, Α [ὠχραίνω] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό. επίρρ... ὠχραντικῶς Α (ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό … Dictionary of Greek